- ορθοτριχώ
- ὀρθοτριχῶ, -έω (Α)έχω σηκωμένες τρίχες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + -τριχῶ (< -τριχος < θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκο-τριχώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορθοτριχιώ — ὀρθοτριχιῶ, άω (Α) ορθοτριχώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρθοτριχῶ, κατά τα ρ. σε ιῶ / ιάω (πρβλ. αρρωστ ιώ)] … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
ορθοτριχία — ὀρθοτριχία, ἡ (Α) [ορθοτριχώ] ανατρίχιασμα, ανατριχίλα … Dictionary of Greek